- ἀντεπιστέλλων
- ἀντεπιστέλλωwrite an answerpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντεπιστέλλω — (Α ἀντεπιστέλλω) νεοελλ. η μετοχή αντεπιστέλλων, ούσα, ον δηλώνει τιμητικό τίτλο που απονέμεται από επιστημονικό σωματείο σε πρόσωπα που κατοικούν αλλού (π.χ. αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών) αρχ. στέλνω απάντηση γραπτή ή προφορική … Dictionary of Greek